φθορευς

φθορευς
    φθορεύς
    -έως ὀ совратитель, растлитель Soph., Plut., Anth.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "φθορευς" в других словарях:

  • φθορεύς — corrupter masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθορεύς — έως, ὁ, ΜΑ βλ. φθορέας …   Dictionary of Greek

  • φθορεῖς — φθορεύς corrupter masc acc pl φθορεύς corrupter masc nom/voc pl (parad form) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθορεῖ — φθορεύς corrupter masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθορεῦ — φθορεύς corrupter masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθορεῦσι — φθορεύς corrupter masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθορεῦσιν — φθορεύς corrupter masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθορᾶ — φθορεύς corrupter masc acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποφθορεύς — έως, ὁ, Α αυτός που διαφθείρει ύπουλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + φθορεύς (< φθορά < φθείρω), πρβλ. δια φθορεύς] …   Dictionary of Greek

  • φθορῆς — φθορά destruction fem gen sg (epic ionic) φθορεύς corrupter masc nom pl φθορεύς corrupter masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθορέων — φθορά destruction fem gen pl (epic ionic) φθορεύς corrupter masc gen pl φθορέω̆ν , φθορεύς corrupter masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»